Θα ξεκινήσω λέγοντας λίγα πράγματα για την ιστορία της play therapy (παιγνιοθεραπείας, ελληνιστί αν θέλετε, αν και ο όρος είναι πολύ ξεκάρφωτος και μάλλον δεν λέει τίποτα αν δεν εξηγηθεί περαιτέρω). Γενικά νομίζω ότι στην Ελλάδα εκπροσωπείται ελάχιστα και οι περισσότεροι ψυχολόγοι και ψυχοθεραπευτές, ακόμη κι αυτοί που ασχολούνται με παιδιά γνωρίζουν ελάχιστα για την play therapy. Και στο εξωτερικό όμως η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν πολλοί εκπρόσωποι και βλέπουμε ότι και στη βιβλιογραφία, αναφορά γίνεται ακόμη στους παλιούς, Melanie Klein, Anna Freud, Virginia Axline για την προσωποκεντρική.
Θέλοντας να μιλήσω για το παιχνίδι και την θεραπεία μέσω του παιχνιδιού, δε βλέπω άλλο τρόπο απ’ το να αναφέρω όσους ασχολήθηκαν και έβαλαν το λιθαράκι τους στην κατανόηση αυτής της δραστηριότητας που λέγεται παιχνίδι και κυρίως βέβαια στη θεραπευτική διάσταση του.
Ας ξεκινήσουμε απ την αρχή. Στοιχεία της θεωρίας αλλά και της πρακτικής εφαρμογής της θεραπείας με παιδιά μέσω του παιχνιδιού βρίσκουμε ήδη στον ίδιο το Φρόυντ. Θα έχετε ίσως ακούσει για τον «μικρό Φραντς», την ιστορία της φοβίας ενός 5χρονου αγοριού για τα άλογα, την οποία θεράπευσε ο Φρόυντ, εφαρμόζοντας κανονικά την μέθοδο της ψυχανάλυσης στο παιδί και παροτρύνοντας τους γονείς σε ορισμένες συμπεριφορές. Δεν χρησιμοποίησε μεν το παιχνίδι στην θεραπεία που έκανε, για πρώτη φορά όμως αναφέρθηκε στην συμβολική υπόσταση του παιχνιδιού, στο ότι το παιδί «έπαιζε» το αντικείμενο της φοβίας του, δηλαδή κλωτσούσε και δάγκωνε σαν αγριεμένο άλογο, ακριβώς επειδή φοβόταν τα άλογα.
Δεν είναι αυτός ο σκοπός σήμερα αλλά δεν έχω κι εγώ αρκετή γνώση της αναλυτικής θεωρίας για να αναπτύξω εδώ την άποψη της για την ψυχανάλυση των παιδιών και το παιχνίδι ειδικότερα, ας κρατήσουμε όμως τα εξής βασικά, που :
1. Το παιχνίδι σαν ανθρώπινη δραστηριότητα τοποθετήθηκε από τον Φρόυντ και τους συνεχιστές του στην ίδια κατηγορία ψυχικών φαινομένων όπως τα όνειρα, οι ονειροπολήσεις και οι φαντασιώσεις. Ο άνθρωπος δεν ονειρεύεται έτσι χωρίς λόγο και κατά τύχη αλλά σε σχέση με την εκάστοτε επίκαιρη κατάσταση ζωής στην οποία βρίσκεται ή σε σχέση με εντάσεις και συγκρούσεις που μέσα στα όνειρα επαναλαμβάνονται, μεταβάλλονται και υφίστανται επεξεργασία. ¨Ετσι και τα υπόλοιπα επιτεύγματα της φαντασίας, (φαντασιώσεις, παιχνίδι, τέχνη) σχετίζονται με το συνειδητό ή ασύνειδο ψυχικό του κόσμο και συνεπώς είναι πύλες που οδηγούν κατευθείαν μέσα σ’ αυτόν. Η φαντασία βελτιώνει τα συμβάντα, τα συμπληρώνει και τα αναπλάθει όπως θέλει αυτή (ίσως παραδείγματα, λίγο πιο λιανά). Υποτάσσεται στις κρυφές επιθυμίες και σπρώχνει τα πράγματα πιο πέρα από την επώδυνη πραγματικότητα.
2. Η αναλυτική θεωρία του παιχνιδιού αποτελεί μια συνέχεια ή αναθεώρηση της παλιάς θεωρίας της κάθαρσης. Η καθαρτική ιδιότητα του παιχνιδιού έγκειται στην δυνατότητα του ανθρώπου να αποφορτίζεται από εντάσεις που προκαλεί η καθημερινή ζωή παίζοντας (με τη στενή αλλά και με την ευρύτερη έννοια) και συγκεκριμένα επαναλαμβάνοντας . Η επανάληψη συμβάλλει στην κάθαρση, καθώς επιτρέπει να πάρουμε τον ενεργό ρόλο ξανά και ξανά σε μία κατάσταση που αναγκαστήκαμε να υποστούμε παθητικά. (πόσες φορές όταν μας συμβεί κάτι που μας αναστατώνει δεν το διηγούμαστε ξανά και ξανά σαν επαναλαμβάνοντας το να του αφαιρούμε την ένταση αλλά να σας θυμίσω και το γνωστό παιχνίδι των παιδιών «κουκου-τα» που τόσο εντυπωσίασε και ενέπνευσε τον Φρόυντ) .
Οι μαθητές του Φρόυντ και συγκεκριμένα η κόρη του Αννα και η Μέλανι Κλάιν ανέπτυξαν περαιτέρω την μάλλον αποσπασματική θεωρία του Φρόυντ για το παιχνίδι. Πρώτες αυτές, ταυτόχρονα σχεδόν, το χρησιμοποίησαν στην παιδική ψυχανάλυση.
Η Άννα Φρόυντ χρησιμοποίησε το παιχνίδι περισσότερο σαν ένα καλό τρόπο για να προσεγγίσει το θεραπευόμενο παιδί, να αποκτήσει μια θετική σχέση μαζί του και να το προετοιμάσει για την κυρίως θεραπευτική διαδικασία που ήταν η ψυχανάλυση.
Αντίθετα η Κλάιν αναγνώρισε στο παιχνίδι του παιδιού τα ίδια υποσυνείδητα κίνητρα όπως στους ελεύθερους συνειρμούς του ενήλικα. Ίδρυσε λοιπόν μια μέθοδο που ονόμασε play analysis, στην οποία χρησιμοποιούσε και ερμήνευε την συμπεριφορά του παιδιού που παίζει, στη βάση των ίδιων ψυχοδυναμικών δομών. Πρώτη αυτή λοιπόν χρησιμοποίησε το παιχνίδι σαν κύριο θεραπευτικό μέσο και όχι σαν βοήθημα.
Παρατηρούμε όμως στην θεωρητική εξέλιξη της play therapy κάτι που δεν το βλέπουμε να γίνεται με τον ίδιο τρόπο στις θεωρίες των διαφόρων μεθόδων ψυχοθεραπείας ενηλίκων και αυτό είναι ότι υπάρχει πολύ μικρότερη απόσταση μεταξύ των διαφόρων σχολών. Αυτό ίσως να οφείλεται από τη μια στο ότι το παιχνίδι είναι από μόνο του ένα φαινόμενο που κατά ένα τρόπο ξεφεύγει από κάθε προσπάθεια ανάλυσης, και είναι σαν τέτοιο τόσο δυνατό, αυτόνομο και πηγαίο που οι θεωρίες και οι θεραπείες αναγκάζονται να προσαρμοστούν σ’ αυτό και να δεχτούν τους όρους του. Από την άλλη, το παιδί είναι με βεβαιότητα ένας «δύσκολος πελάτης» ακόμη και για έναν ψυχοθεραπευτή. Η Άννα Φρόυντ αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι τα παιδιά σπάνια και μόνο για λίγη ώρα αφήνονται στον ελεύθερο συνειρμό κι αυτό πάλι μόνο αν ο αναλυτής του το είχε κερδίσει σαν έμπιστος, φίλος, σύμμαχος.
Βασισμένη στις θεωρίες του Όττο Ρανκ λοιπόν, πατριώτη του Φρόυντ και ψυχαναλυτή επίσης αν και με μεγάλες διαφωνίες μαζί του, μπαίνουν τα θεμέλια μιας θεραπείας που πλησιάζει πολύ την μη κατευθυντική, προσωποκεντρική play therapy της Axline που θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις είναι ότι:
α) Το κεντρικό σημείο της θεραπείας δεν είναι η επεξεργασία ενός ιστορικού, βιωμάτων δηλαδή και τραυμάτων του παρελθόντος αλλά τα συναισθήματα που επικοινωνούνται στο εδώ και τώρα μεταξύ του θεραπευτή και του παιδιού.
β) Η σχέση που δημιουργεί ο θεραπευτής με το παιδί είναι από μόνη της σαν τέτοια θεραπευτική.
Ένας άλλος σπουδαίος παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής, ο Ντόναλντ Γουίννικοττ καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση ανάμεσα σε όσους ασχολήθηκαν με το παιχνίδι του παιδιού και την ψυχοθεραπεία σε παιδιά. Έχει σημασία για μένα να αναφερθούμε στον Γουίννικοττ γιατί ήταν ο πρώτος, νομίζω, ο οποίος, αν και ψυχαναλυτής αντιλήφθηκε ότι το παιχνίδι δεν αποκτά θεραπευτική σημασία επειδή μπορεί να αναλυθεί και να ερμηνευτεί αλλά γιατί είναι από μόνο του μια δημιουργική διαδικασία κατά την οποία το παιδί ανακαλύπτει τον εαυτό του. Ο Γουίννικοττ ήταν αυτός που συνέλαβε την έννοια του μεταβατικού φαινομένου και αντικειμένου, του πρώτου αντικειμένου δηλαδή που είναι «έξω» από το παιδί αλλά πολύ κοντά στον εσωτερικό του κόσμο και με το οποίο αναπτύσσει το παιδί μια ιδιαίτερη συναισθηματική σχέση (π. χ. μια άκρη της κουβέρτας που χαιδεύει το παιδί καθώς πιπιλάει το δάχτυλο του, η πιπίλα του, ένα αρκουδάκι που κρατάει για να το πάρει ο ύπνος κλπ) . Η συνέχεια του μεταβατικού φαινομένου καθώς το παιδί μεγαλώνει είναι το παιχνίδι. Βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό το μεταβατικό χώρο ανάμεσα στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού και το εξωτερικό κόσμο. Είναι και μέσα και έξω ταυτόχρονα, ένα συγκλονιστικό φαινόμενο!
Έχοντας λοιπόν ο Γουίννικοττ μια τόσο βαθιά αντίληψη αυτού που είναι το παιχνίδι, τονίζει τα εξής:
« Θέλω εδώ να θυμίσω ότι το παιδικό παιχνίδι εμπεριέχει τα πάντα… μας βοηθάει να καταλάβουμε τη δουλειά μας αν ξέρουμε (οι ψυχοθεραπευτές) ότι η βάση αυτού που κάνουμε είναι το παιχνίδι του πελάτη μας, μια δημιουργική εμπειρία μέσα στο χώρο και το χρόνο που γι’ αυτόν είναι απολύτως πραγματική. Αυτό μας βοηθάει να καταλάβουμε πώς είναι δυνατό να γίνει ολοκληρωμένη ψυχοθεραπεία και χωρίς την ερμηνεία. Ένα καλό παράδειγμα είναι η δουλειά της Axline, στη Ν. Υόρκη. Εκτιμώ ιδιαίτερα την δουλειά της Axline γιατί ταιριάζει με αυτό που πιστεύω κι εγώ, ότι δηλαδή η αποφασιστική στιγμή είναι αυτή στην οποία το παιδί μένει εκστατικό, όχι η στιγμή που δίνω εγώ μια πετυχημένη ερμηνεία. Πρόωρες ερμηνείες του υλικού της θεραπείας είναι σαν διδαχές και οδηγούν σε προσαρμογή. Ερμηνείες που ξεφεύγουν από τη σφαίρα του κοινού παιχνιδιού μεταξύ θεραπευτή και παιδιού προκαλούν αντιστάσεις. Το παιχνίδι πρέπει να είναι αυθόρμητο, όχι συμβιβασμένο ή υποταγμένο αν θέλουμε η θεραπεία να έχει αποτέλεσμα.»
Όπως το περιγράφει και η Elaine Dorfman, αν παρατηρήσει κανείς τις αρχές της προσωποκεντρικής play therapy θα διαπιστώσει ότι χρωστά πολλά σε παλιότερες θεραπείες. Την ιδέα της σημασίας της μη σκόπιμης συμπεριφοράς, της κάθαρσης, της απώθησης και του παιχνιδιού σαν φυσική γλώσσα του παιδιού στις φρουδικές θεραπείες. Στις σκέψεις του Οττο Ρανκ την αιστορικότητα, την μείωση της αυταρχικής συμπεριφοράς του θεραπευτή, την εστίαση στα συναισθήματα που εκφράζονται αντί για το περιεχόμενο αυτών που λέγονται και το γεγονός ότι επιτρέπεται στο παιδί να χρησιμοποιήσει την ώρα της θεραπείας όπως αυτό θέλει.
Client-centered Play therapy
H Virginia Axline είναι η σημαντικότερη εκπρόσωπος της προσωποκεντρικής Play therapy και το βιβλίο της είναι πραγματικά το πιο επεξηγηματικό σύγγραμμα πάνω στην θεωρία, τη φιλοσοφία, την πρακτική και τις εφαρμογές της.
Θεωρία προσωπικότητας
Βασίζεται στην θεωρία προσωπικότητας που ανέπτυξε ο Ρότζερς για την προσωποκεντρική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία. Ας πούμε συνοπτικά ότι:
Σε κάθε άτομο υπάρχουν και δρουν δυνάμεις που τείνουν προς την αυτοπραγμάτωση σαν μια διαρκής ορμή προς ωρίμανση, αυτονομία και ανεξαρτησία. Για να διαμορφωθεί μια ισορροπημένη προσωπικότητα χρειάζεται και ένα ας πούμε κάπως γόνιμο έδαφος. Είναι απαραίτητο να εκπληρωθούν ορισμένες βασικές ανάγκες που δεν είναι μόνο οι καθαρά βιολογικές, τροφή, σωματική ασφάλεια, προστασία κλπ. αλλά οι εξίσου βασικές ανάγκες της αγάπης, της αναγνώρισης και αποδοχής γι’ αυτό που είναι το κάθε άτομο, της απόκτησης ανεξαρτησίας και αυτονομίας ταυτόχρονα με την παροχή σωματικής και συναισθηματικής προστασίας.
Είναι σαφές ότι τις ανάγκες αυτές τις καλύπτουν καταρχήν οι Αλλοι, οι σημαντικοί Άλλοι που είναι συνήθως οι γονείς, τα πολύ κοντινά συγγενικά πρόσωπα, και στη συνέχεια οι δάσκαλοι, οι συνομήλικοι, οι φίλοι το κοινωνικό σύνολο κλπ.
Παράλληλα μ’ αυτά, η Axline δίνει έμφαση στην διαδικασία της αλλαγής. Παρομοιάζει την ανάπτυξη της προσωπικότητας με ένα καλειδοσκόπιο που δεν έχει ποτέ την ίδια εικόνα, που αλλάζει ανάλογα με το πώς κινείται και πώς πέφτουν τα χρωματιστά κομματάκια το ένα πάνω στ’ άλλο, πώς πέφτει το φως πάνω τους. Παρόλα αυτά, υπάρχει πάντα μια ισορροπία, ακόμη κι όταν η εικόνα μερικές φορές είναι μονότονη ή άχρωμη, επειδή ακριβώς τα κομματάκια, οι δυνατότητες δηλαδή ενυπάρχουν πάντοτε δεν χάνονται.
Η έννοια της αλλαγής είναι που δίνει σ’ αυτή τη θεωρία την δυνατότητα να περιλαμβάνει στους προβληματισμούς της την ελπίδα. Η ελπίδα είναι ότι όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει την ικανότητα του να συμμετέχει στην διαμόρφωση της ζωής του και όταν αναλάβει την ευθύνη που προκύπτει απ’ αυτή την ικανότητα τότε μπορεί να κερδίσει μια πολύ πιο ξεκάθαρη και πιο συγκεκριμένη άποψη για τις δυνατότητες που έχει.
Όσον αφορά στα παιδιά τώρα, παρατηρεί κανείς που ζει ή δουλεύει μαζί τους ότι έχουν την τάση να συγχωρούν και να ξεχνούν αρνητικές εμπειρίες. Όταν οι συνθήκες ζωής τους δεν είναι ιδιαίτερα κακές, έχουν την ικανότητα να παίρνουν την ζωή όπως είναι το ίδιο και τους ανθρώπους με τους οποίους ζουν. Αυτό οφείλεται στην έμφυτη ορμή και έντονη αγάπη για ζωή που τα χαρακτηρίζει. Αυτό δεν είναι μια ρομαντική ή εξιδανικευμένη άποψη. Το διαπιστώνει κανείς ακόμη και στα πιο παραμελημένα παιδιά. Η πιο απλή ευχαρίστηση μπορεί να τα γεμίσει όρεξη για ζωή, περιέργεια, ζωηράδα. Η πιο μικρή προσφορά μπορεί να τα γεμίσει αγάπη και αφοσίωση για τους ανθρώπους.
Αυτό που επίσης χαρακτηρίζει τα παιδιά και που είναι πραγματική αγαλλίαση για τον θεραπευτή να το βλέπει είναι ότι είναι πολύ εμφανείς όλες οι πλευρές της προσωπικότητας τους (όσο πιο υγιής η προσωπικότητα βέβαια τόσο περισσότερο) αυτές που στους ενήλικες συχνά είναι θαμμένες κάτω από στρώματα απώθησης, στρέβλωσης και άρνησης. Είναι περήφανα και ταπεινά, τολμηρά και φοβισμένα, αυταρχικά και υποταγμένα, περίεργα και προσεκτικά, δραστήρια και αδιάφορα ταυτόχρονα. Αγαπούν και μισούν, πολεμούν και συμβιβάζονται, ενθουσιάζονται και απογοητεύονται, χαίρονται πολύ και λυπούνται πολύ. Για την
Axline αυτά δεν είναι παρα η αντίδραση στην φυσική ανάπτυξη, την μάθηση μέσω της εμπειρίας, την ωρίμανση μέσω της κατανόησης και της αποδοχής του εαυτού τους και του κόσμου.
Όταν μπει ένα εμπόδιο σ΄αυτή την τάση για ανάπτυξη και πραγμάτωση ενός ατόμου, αυτή δεν σταματά να υπάρχει, αλλά προσπαθεί να ικανοποιηθεί πολεμώντας να διατηρήσει την εικόνα που έχει για τον εαυτό του και να πραγματοποιήσει την εικόνα αυτή και προς τα έξω παραμελώντας, πνίγοντας, αρνούμενο πολλές φορές ανάγκες, τάσεις, επιθυμίες που βγαίνουν πηγαία από μέσα του και ζητούν εκπλήρωση. Η ισορροπία χάνεται.
Η προσωποκεντρική Play therapy μπορεί να περιγραφεί σαν μία ευκαιρία για το παιδί να λάβει μια βοήθεια ανάπτυξης και ωρίμανσης κάτω από ευνοικές συνθήκες. Επειδή το παιχνίδι είναι το πιο αυθόρμητο και φυσικό μέσο που έχει για να περιγράψει και να αναπαραστήσει τον εαυτό του, του δίνεται η ευκαιρία να «παίξει» συναισθήματα που έχουν συσσωρευθεί από εντάσεις, ματαιώσεις, ανασφάλεια, φόβο, επιθετικότητα και σύγχιση.
Τι είναι αυτό που δρα θεραπευτικά στην προσωποκεντρική Ρlay Τherapy:
Ένας χώρος όπου μπορεί να είναι αυτό που είναι (σκέψεις συναισθήματα, συμπεριφορές δεν απαγορεύονται, κριτικάρονται, ελέγχονται, πατρονάρονται)
Ένας ενήλικας που το αποδέχεται, το σέβεται, είναι φιλικός και αποκλειστικά στη διάθεση του για το συγκεκριμένο και γνωστό χρονικό διάστημα. (καθόλου ασήμαντο αυτό αν σκεφτεί κανείς πόσο λίγο χρόνο έχουν οι γονείς για τα παιδιά και πόσο λίγες είναι πολλές φορές και οι ευκαιρίες για επαφή με συνομηλίκους)
Κάποιος που «μπαίνει στα παπούτσια του» και προσπαθεί να καταλάβει αυτό που το παιδί θέλει να εκφράσει. Η σχέση και η επικοινωνία βασίζεται σ’ αυτή την κατανόηση
Κάποιος που εμπιστεύεται την ικανότητα του παιδιού να σταθεί στα πόδια του και να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του ενώ παράλληλα αναγνωρίζει και αποδέχεται τους όποιους φόβους, δισταγμούς, αγωνίες του.
Ο θεραπευτής
Ο ρόλος του επειδή δεν είναι κατευθυντικός δεν σημαίνει ότι είναι παθητικός. Αντίθετα απαιτεί τρομερή εγρήγορση, προσοχή, ευαισθησία, πραγματικό ενδιαφέρον για το παιδί και επαφή με τα συναισθήματα του.
Απαιτεί επίσης σεβασμό προς το παιδί και σε καμία περίπτωση αντιμετώπιση είτε μειωτική (σαν προς μωρό), κολακευτική, ψεύτικά φιλική, θετικά ή αρνητικά αξιολογητική.
Είναι καλό να έχει πείρα από παιδιά να έχει δοκιμάσει την συμπεριφορά του και τις αντιδράσεις του απέναντι σε παιδιά. Πρέπει να προσέξει το βαθμό του συνδέσμου και την στενότητα της σχέσης με το παιδί. Να είναι ειλικρινής και να αποφεύγει την υπερβολική φιλικότητα κι εγκαρδιότητα. Όπως και στην θεραπεία των ενηλίκων κι ακόμη περισσότερο να έχει επίγνωση του ότι πρόκειται για μια θεραπευτική και όχι προσωπική σχέση, που θα τελειώσει όταν ο θεραπευόμενος δεν την χρειάζεται πια.
Όρια
Ο χώρος και ο εξοπλισμός
(παιχνίδια για τις αισθήσεις σημαντικά, το παιχνίδι είναι και –σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία είναι κυρίως- ενεργοποίηση των ορμών ή ενστίκτων θα ήταν μεγάλη παράλειψη να το αγνοήσουμε αυτό)
Οι γονείς, δάσκαλοι κλπ
Virginia Axline: Οι οκτώ βασικές αρχές της μη κατευθυντικής (προσωποκεντρικής) Play-Therapy
1. Ο θεραπευτής πρέπει να δημιουργήσει μια ζεστή, φιλική σχέση με το παιδί η οποία θα οδηγήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα σε μια καλή επαφή μεταξύ τους.
2. Ο θεραπευτής αποδέχεται το παιδί ακριβώς όπως είναι.
3. Ο θεραπευτής χτίζει τη σχέση του με το παιδί σε μια ατμόσφαιρα αποδοχής και ανεκτικότητας έτσι ώστε το παιδί να μπορεί να εκφράσει ελεύθερα και ανεμπόδιστα όλα του τα συναισθήματα.
4. Ο θεραπευτής είναι προσεκτικός και σε πλήρη συνείδηση ώστε να αναγνωρίζει τα συναισθήματα που θέλει να εκφράσει το παιδί και τα αντανακλά πίσω στο παιδί με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό να κατανοεί καλύτερα την συμπεριφορά του.
5. Ο θεραπευτής σέβεται την ικανότητα του παιδιού να ανταπεξέρχεται μόνο του στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει όταν του δοθεί η ευκαιρία να έχει επιλογή για την συμπεριφορά του. Η απόφαση για διαφοροποίηση και το ξεκίνημα μιας αλλαγής είναι υπόθεση του παιδιού.
6. Ο θεραπευτής δεν προσπαθεί να επηρεάσει τις πράξεις ή τα λεγόμενα του παιδιού. Το παιδί δείχνει το δρόμο και ο θεραπευτής ακολουθεί.
7. Ο θεραπευτής δεν προσπαθεί να επισπεύσει την ροή της θεραπείας. Είναι ένας δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί αργά, βήμα-βήμα και ο θεραπευτής το γνωρίζει.
8. Ο θεραπευτής βάζει όρια μόνο εκεί όπου είναι απαραίτητα για να τοποθετηθεί η θεραπεία μέσα στον κόσμο της πραγματικότητας και για να δώσει στο παιδί να καταλάβει την συνυπευθυνότητα του στην μεταξύ τους σχέση.
PLAY THERAPY
Βιβλιογραφία
Axline M. Virginia: Play Therapy, Churchill Livingstone, London 1989
Βίννικοττ, Ντόναλντ: Το παιδί, η οικογένεια και ο εξωτερικός του κόσμος, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001
Βίννικοττ, Ντόναλντ: Το παιδί, το παιχνίδι και η πραγματικότητα, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000
Dorfman, Elaine: Play Therapy, in: Rogers, Carl: Client-Centered Therapy, Houghton Mifflin Co., Boston 1951
Freud, Anna: Normality and Pathology in Childhood, Hogarth Press and the Institute of Psycho-Analysis, London 1965
Klein, Melanie: The Psycho-Analysis of Children, Rev. Ed., Hogarth Press and the Institute of Psycho-Analysis, London 1949
Nτολτό, Φρανσουάζ: Το παιδί και η γιορτή, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2000
Ντολτό, Φρανσουάζ: Το παιδί στην πόλη, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2000
Ντολτό, Φρανσουάζ: Μιλώντας για το θάνατο, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2000
Ντολτό, Φρανσουάζ: Σεμινάριο ψυχανάλυσης παιδιών, τ. Α και Β, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1989 και 1992
Rogers, Carl: On becoming a person, Houghton Mifflin,
Boston 1961
Ας ξεκινήσουμε απ την αρχή. Στοιχεία της θεωρίας αλλά και της πρακτικής εφαρμογής της θεραπείας με παιδιά μέσω του παιχνιδιού βρίσκουμε ήδη στον ίδιο το Φρόυντ. Θα έχετε ίσως ακούσει για τον «μικρό Φραντς», την ιστορία της φοβίας ενός 5χρονου αγοριού για τα άλογα, την οποία θεράπευσε ο Φρόυντ, εφαρμόζοντας κανονικά την μέθοδο της ψυχανάλυσης στο παιδί και παροτρύνοντας τους γονείς σε ορισμένες συμπεριφορές. Δεν χρησιμοποίησε μεν το παιχνίδι στην θεραπεία που έκανε, για πρώτη φορά όμως αναφέρθηκε στην συμβολική υπόσταση του παιχνιδιού, στο ότι το παιδί «έπαιζε» το αντικείμενο της φοβίας του, δηλαδή κλωτσούσε και δάγκωνε σαν αγριεμένο άλογο, ακριβώς επειδή φοβόταν τα άλογα.
Δεν είναι αυτός ο σκοπός σήμερα αλλά δεν έχω κι εγώ αρκετή γνώση της αναλυτικής θεωρίας για να αναπτύξω εδώ την άποψη της για την ψυχανάλυση των παιδιών και το παιχνίδι ειδικότερα, ας κρατήσουμε όμως τα εξής βασικά, που :
1. Το παιχνίδι σαν ανθρώπινη δραστηριότητα τοποθετήθηκε από τον Φρόυντ και τους συνεχιστές του στην ίδια κατηγορία ψυχικών φαινομένων όπως τα όνειρα, οι ονειροπολήσεις και οι φαντασιώσεις. Ο άνθρωπος δεν ονειρεύεται έτσι χωρίς λόγο και κατά τύχη αλλά σε σχέση με την εκάστοτε επίκαιρη κατάσταση ζωής στην οποία βρίσκεται ή σε σχέση με εντάσεις και συγκρούσεις που μέσα στα όνειρα επαναλαμβάνονται, μεταβάλλονται και υφίστανται επεξεργασία. ¨Ετσι και τα υπόλοιπα επιτεύγματα της φαντασίας, (φαντασιώσεις, παιχνίδι, τέχνη) σχετίζονται με το συνειδητό ή ασύνειδο ψυχικό του κόσμο και συνεπώς είναι πύλες που οδηγούν κατευθείαν μέσα σ’ αυτόν. Η φαντασία βελτιώνει τα συμβάντα, τα συμπληρώνει και τα αναπλάθει όπως θέλει αυτή (ίσως παραδείγματα, λίγο πιο λιανά). Υποτάσσεται στις κρυφές επιθυμίες και σπρώχνει τα πράγματα πιο πέρα από την επώδυνη πραγματικότητα.
2. Η αναλυτική θεωρία του παιχνιδιού αποτελεί μια συνέχεια ή αναθεώρηση της παλιάς θεωρίας της κάθαρσης. Η καθαρτική ιδιότητα του παιχνιδιού έγκειται στην δυνατότητα του ανθρώπου να αποφορτίζεται από εντάσεις που προκαλεί η καθημερινή ζωή παίζοντας (με τη στενή αλλά και με την ευρύτερη έννοια) και συγκεκριμένα επαναλαμβάνοντας . Η επανάληψη συμβάλλει στην κάθαρση, καθώς επιτρέπει να πάρουμε τον ενεργό ρόλο ξανά και ξανά σε μία κατάσταση που αναγκαστήκαμε να υποστούμε παθητικά. (πόσες φορές όταν μας συμβεί κάτι που μας αναστατώνει δεν το διηγούμαστε ξανά και ξανά σαν επαναλαμβάνοντας το να του αφαιρούμε την ένταση αλλά να σας θυμίσω και το γνωστό παιχνίδι των παιδιών «κουκου-τα» που τόσο εντυπωσίασε και ενέπνευσε τον Φρόυντ) .
Οι μαθητές του Φρόυντ και συγκεκριμένα η κόρη του Αννα και η Μέλανι Κλάιν ανέπτυξαν περαιτέρω την μάλλον αποσπασματική θεωρία του Φρόυντ για το παιχνίδι. Πρώτες αυτές, ταυτόχρονα σχεδόν, το χρησιμοποίησαν στην παιδική ψυχανάλυση.
Η Άννα Φρόυντ χρησιμοποίησε το παιχνίδι περισσότερο σαν ένα καλό τρόπο για να προσεγγίσει το θεραπευόμενο παιδί, να αποκτήσει μια θετική σχέση μαζί του και να το προετοιμάσει για την κυρίως θεραπευτική διαδικασία που ήταν η ψυχανάλυση.
Αντίθετα η Κλάιν αναγνώρισε στο παιχνίδι του παιδιού τα ίδια υποσυνείδητα κίνητρα όπως στους ελεύθερους συνειρμούς του ενήλικα. Ίδρυσε λοιπόν μια μέθοδο που ονόμασε play analysis, στην οποία χρησιμοποιούσε και ερμήνευε την συμπεριφορά του παιδιού που παίζει, στη βάση των ίδιων ψυχοδυναμικών δομών. Πρώτη αυτή λοιπόν χρησιμοποίησε το παιχνίδι σαν κύριο θεραπευτικό μέσο και όχι σαν βοήθημα.
Παρατηρούμε όμως στην θεωρητική εξέλιξη της play therapy κάτι που δεν το βλέπουμε να γίνεται με τον ίδιο τρόπο στις θεωρίες των διαφόρων μεθόδων ψυχοθεραπείας ενηλίκων και αυτό είναι ότι υπάρχει πολύ μικρότερη απόσταση μεταξύ των διαφόρων σχολών. Αυτό ίσως να οφείλεται από τη μια στο ότι το παιχνίδι είναι από μόνο του ένα φαινόμενο που κατά ένα τρόπο ξεφεύγει από κάθε προσπάθεια ανάλυσης, και είναι σαν τέτοιο τόσο δυνατό, αυτόνομο και πηγαίο που οι θεωρίες και οι θεραπείες αναγκάζονται να προσαρμοστούν σ’ αυτό και να δεχτούν τους όρους του. Από την άλλη, το παιδί είναι με βεβαιότητα ένας «δύσκολος πελάτης» ακόμη και για έναν ψυχοθεραπευτή. Η Άννα Φρόυντ αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι τα παιδιά σπάνια και μόνο για λίγη ώρα αφήνονται στον ελεύθερο συνειρμό κι αυτό πάλι μόνο αν ο αναλυτής του το είχε κερδίσει σαν έμπιστος, φίλος, σύμμαχος.
Βασισμένη στις θεωρίες του Όττο Ρανκ λοιπόν, πατριώτη του Φρόυντ και ψυχαναλυτή επίσης αν και με μεγάλες διαφωνίες μαζί του, μπαίνουν τα θεμέλια μιας θεραπείας που πλησιάζει πολύ την μη κατευθυντική, προσωποκεντρική play therapy της Axline που θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις είναι ότι:
α) Το κεντρικό σημείο της θεραπείας δεν είναι η επεξεργασία ενός ιστορικού, βιωμάτων δηλαδή και τραυμάτων του παρελθόντος αλλά τα συναισθήματα που επικοινωνούνται στο εδώ και τώρα μεταξύ του θεραπευτή και του παιδιού.
β) Η σχέση που δημιουργεί ο θεραπευτής με το παιδί είναι από μόνη της σαν τέτοια θεραπευτική.
Ένας άλλος σπουδαίος παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής, ο Ντόναλντ Γουίννικοττ καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση ανάμεσα σε όσους ασχολήθηκαν με το παιχνίδι του παιδιού και την ψυχοθεραπεία σε παιδιά. Έχει σημασία για μένα να αναφερθούμε στον Γουίννικοττ γιατί ήταν ο πρώτος, νομίζω, ο οποίος, αν και ψυχαναλυτής αντιλήφθηκε ότι το παιχνίδι δεν αποκτά θεραπευτική σημασία επειδή μπορεί να αναλυθεί και να ερμηνευτεί αλλά γιατί είναι από μόνο του μια δημιουργική διαδικασία κατά την οποία το παιδί ανακαλύπτει τον εαυτό του. Ο Γουίννικοττ ήταν αυτός που συνέλαβε την έννοια του μεταβατικού φαινομένου και αντικειμένου, του πρώτου αντικειμένου δηλαδή που είναι «έξω» από το παιδί αλλά πολύ κοντά στον εσωτερικό του κόσμο και με το οποίο αναπτύσσει το παιδί μια ιδιαίτερη συναισθηματική σχέση (π. χ. μια άκρη της κουβέρτας που χαιδεύει το παιδί καθώς πιπιλάει το δάχτυλο του, η πιπίλα του, ένα αρκουδάκι που κρατάει για να το πάρει ο ύπνος κλπ) . Η συνέχεια του μεταβατικού φαινομένου καθώς το παιδί μεγαλώνει είναι το παιχνίδι. Βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό το μεταβατικό χώρο ανάμεσα στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού και το εξωτερικό κόσμο. Είναι και μέσα και έξω ταυτόχρονα, ένα συγκλονιστικό φαινόμενο!
Έχοντας λοιπόν ο Γουίννικοττ μια τόσο βαθιά αντίληψη αυτού που είναι το παιχνίδι, τονίζει τα εξής:
« Θέλω εδώ να θυμίσω ότι το παιδικό παιχνίδι εμπεριέχει τα πάντα… μας βοηθάει να καταλάβουμε τη δουλειά μας αν ξέρουμε (οι ψυχοθεραπευτές) ότι η βάση αυτού που κάνουμε είναι το παιχνίδι του πελάτη μας, μια δημιουργική εμπειρία μέσα στο χώρο και το χρόνο που γι’ αυτόν είναι απολύτως πραγματική. Αυτό μας βοηθάει να καταλάβουμε πώς είναι δυνατό να γίνει ολοκληρωμένη ψυχοθεραπεία και χωρίς την ερμηνεία. Ένα καλό παράδειγμα είναι η δουλειά της Axline, στη Ν. Υόρκη. Εκτιμώ ιδιαίτερα την δουλειά της Axline γιατί ταιριάζει με αυτό που πιστεύω κι εγώ, ότι δηλαδή η αποφασιστική στιγμή είναι αυτή στην οποία το παιδί μένει εκστατικό, όχι η στιγμή που δίνω εγώ μια πετυχημένη ερμηνεία. Πρόωρες ερμηνείες του υλικού της θεραπείας είναι σαν διδαχές και οδηγούν σε προσαρμογή. Ερμηνείες που ξεφεύγουν από τη σφαίρα του κοινού παιχνιδιού μεταξύ θεραπευτή και παιδιού προκαλούν αντιστάσεις. Το παιχνίδι πρέπει να είναι αυθόρμητο, όχι συμβιβασμένο ή υποταγμένο αν θέλουμε η θεραπεία να έχει αποτέλεσμα.»
Όπως το περιγράφει και η Elaine Dorfman, αν παρατηρήσει κανείς τις αρχές της προσωποκεντρικής play therapy θα διαπιστώσει ότι χρωστά πολλά σε παλιότερες θεραπείες. Την ιδέα της σημασίας της μη σκόπιμης συμπεριφοράς, της κάθαρσης, της απώθησης και του παιχνιδιού σαν φυσική γλώσσα του παιδιού στις φρουδικές θεραπείες. Στις σκέψεις του Οττο Ρανκ την αιστορικότητα, την μείωση της αυταρχικής συμπεριφοράς του θεραπευτή, την εστίαση στα συναισθήματα που εκφράζονται αντί για το περιεχόμενο αυτών που λέγονται και το γεγονός ότι επιτρέπεται στο παιδί να χρησιμοποιήσει την ώρα της θεραπείας όπως αυτό θέλει.
Client-centered Play therapy
H Virginia Axline είναι η σημαντικότερη εκπρόσωπος της προσωποκεντρικής Play therapy και το βιβλίο της είναι πραγματικά το πιο επεξηγηματικό σύγγραμμα πάνω στην θεωρία, τη φιλοσοφία, την πρακτική και τις εφαρμογές της.
Θεωρία προσωπικότητας
Βασίζεται στην θεωρία προσωπικότητας που ανέπτυξε ο Ρότζερς για την προσωποκεντρική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία. Ας πούμε συνοπτικά ότι:
Σε κάθε άτομο υπάρχουν και δρουν δυνάμεις που τείνουν προς την αυτοπραγμάτωση σαν μια διαρκής ορμή προς ωρίμανση, αυτονομία και ανεξαρτησία. Για να διαμορφωθεί μια ισορροπημένη προσωπικότητα χρειάζεται και ένα ας πούμε κάπως γόνιμο έδαφος. Είναι απαραίτητο να εκπληρωθούν ορισμένες βασικές ανάγκες που δεν είναι μόνο οι καθαρά βιολογικές, τροφή, σωματική ασφάλεια, προστασία κλπ. αλλά οι εξίσου βασικές ανάγκες της αγάπης, της αναγνώρισης και αποδοχής γι’ αυτό που είναι το κάθε άτομο, της απόκτησης ανεξαρτησίας και αυτονομίας ταυτόχρονα με την παροχή σωματικής και συναισθηματικής προστασίας.
Είναι σαφές ότι τις ανάγκες αυτές τις καλύπτουν καταρχήν οι Αλλοι, οι σημαντικοί Άλλοι που είναι συνήθως οι γονείς, τα πολύ κοντινά συγγενικά πρόσωπα, και στη συνέχεια οι δάσκαλοι, οι συνομήλικοι, οι φίλοι το κοινωνικό σύνολο κλπ.
Παράλληλα μ’ αυτά, η Axline δίνει έμφαση στην διαδικασία της αλλαγής. Παρομοιάζει την ανάπτυξη της προσωπικότητας με ένα καλειδοσκόπιο που δεν έχει ποτέ την ίδια εικόνα, που αλλάζει ανάλογα με το πώς κινείται και πώς πέφτουν τα χρωματιστά κομματάκια το ένα πάνω στ’ άλλο, πώς πέφτει το φως πάνω τους. Παρόλα αυτά, υπάρχει πάντα μια ισορροπία, ακόμη κι όταν η εικόνα μερικές φορές είναι μονότονη ή άχρωμη, επειδή ακριβώς τα κομματάκια, οι δυνατότητες δηλαδή ενυπάρχουν πάντοτε δεν χάνονται.
Η έννοια της αλλαγής είναι που δίνει σ’ αυτή τη θεωρία την δυνατότητα να περιλαμβάνει στους προβληματισμούς της την ελπίδα. Η ελπίδα είναι ότι όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει την ικανότητα του να συμμετέχει στην διαμόρφωση της ζωής του και όταν αναλάβει την ευθύνη που προκύπτει απ’ αυτή την ικανότητα τότε μπορεί να κερδίσει μια πολύ πιο ξεκάθαρη και πιο συγκεκριμένη άποψη για τις δυνατότητες που έχει.
Όσον αφορά στα παιδιά τώρα, παρατηρεί κανείς που ζει ή δουλεύει μαζί τους ότι έχουν την τάση να συγχωρούν και να ξεχνούν αρνητικές εμπειρίες. Όταν οι συνθήκες ζωής τους δεν είναι ιδιαίτερα κακές, έχουν την ικανότητα να παίρνουν την ζωή όπως είναι το ίδιο και τους ανθρώπους με τους οποίους ζουν. Αυτό οφείλεται στην έμφυτη ορμή και έντονη αγάπη για ζωή που τα χαρακτηρίζει. Αυτό δεν είναι μια ρομαντική ή εξιδανικευμένη άποψη. Το διαπιστώνει κανείς ακόμη και στα πιο παραμελημένα παιδιά. Η πιο απλή ευχαρίστηση μπορεί να τα γεμίσει όρεξη για ζωή, περιέργεια, ζωηράδα. Η πιο μικρή προσφορά μπορεί να τα γεμίσει αγάπη και αφοσίωση για τους ανθρώπους.
Αυτό που επίσης χαρακτηρίζει τα παιδιά και που είναι πραγματική αγαλλίαση για τον θεραπευτή να το βλέπει είναι ότι είναι πολύ εμφανείς όλες οι πλευρές της προσωπικότητας τους (όσο πιο υγιής η προσωπικότητα βέβαια τόσο περισσότερο) αυτές που στους ενήλικες συχνά είναι θαμμένες κάτω από στρώματα απώθησης, στρέβλωσης και άρνησης. Είναι περήφανα και ταπεινά, τολμηρά και φοβισμένα, αυταρχικά και υποταγμένα, περίεργα και προσεκτικά, δραστήρια και αδιάφορα ταυτόχρονα. Αγαπούν και μισούν, πολεμούν και συμβιβάζονται, ενθουσιάζονται και απογοητεύονται, χαίρονται πολύ και λυπούνται πολύ. Για την
Axline αυτά δεν είναι παρα η αντίδραση στην φυσική ανάπτυξη, την μάθηση μέσω της εμπειρίας, την ωρίμανση μέσω της κατανόησης και της αποδοχής του εαυτού τους και του κόσμου.
Όταν μπει ένα εμπόδιο σ΄αυτή την τάση για ανάπτυξη και πραγμάτωση ενός ατόμου, αυτή δεν σταματά να υπάρχει, αλλά προσπαθεί να ικανοποιηθεί πολεμώντας να διατηρήσει την εικόνα που έχει για τον εαυτό του και να πραγματοποιήσει την εικόνα αυτή και προς τα έξω παραμελώντας, πνίγοντας, αρνούμενο πολλές φορές ανάγκες, τάσεις, επιθυμίες που βγαίνουν πηγαία από μέσα του και ζητούν εκπλήρωση. Η ισορροπία χάνεται.
Η προσωποκεντρική Play therapy μπορεί να περιγραφεί σαν μία ευκαιρία για το παιδί να λάβει μια βοήθεια ανάπτυξης και ωρίμανσης κάτω από ευνοικές συνθήκες. Επειδή το παιχνίδι είναι το πιο αυθόρμητο και φυσικό μέσο που έχει για να περιγράψει και να αναπαραστήσει τον εαυτό του, του δίνεται η ευκαιρία να «παίξει» συναισθήματα που έχουν συσσωρευθεί από εντάσεις, ματαιώσεις, ανασφάλεια, φόβο, επιθετικότητα και σύγχιση.
Τι είναι αυτό που δρα θεραπευτικά στην προσωποκεντρική Ρlay Τherapy:
Ένας χώρος όπου μπορεί να είναι αυτό που είναι (σκέψεις συναισθήματα, συμπεριφορές δεν απαγορεύονται, κριτικάρονται, ελέγχονται, πατρονάρονται)
Ένας ενήλικας που το αποδέχεται, το σέβεται, είναι φιλικός και αποκλειστικά στη διάθεση του για το συγκεκριμένο και γνωστό χρονικό διάστημα. (καθόλου ασήμαντο αυτό αν σκεφτεί κανείς πόσο λίγο χρόνο έχουν οι γονείς για τα παιδιά και πόσο λίγες είναι πολλές φορές και οι ευκαιρίες για επαφή με συνομηλίκους)
Κάποιος που «μπαίνει στα παπούτσια του» και προσπαθεί να καταλάβει αυτό που το παιδί θέλει να εκφράσει. Η σχέση και η επικοινωνία βασίζεται σ’ αυτή την κατανόηση
Κάποιος που εμπιστεύεται την ικανότητα του παιδιού να σταθεί στα πόδια του και να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του ενώ παράλληλα αναγνωρίζει και αποδέχεται τους όποιους φόβους, δισταγμούς, αγωνίες του.
Ο θεραπευτής
Ο ρόλος του επειδή δεν είναι κατευθυντικός δεν σημαίνει ότι είναι παθητικός. Αντίθετα απαιτεί τρομερή εγρήγορση, προσοχή, ευαισθησία, πραγματικό ενδιαφέρον για το παιδί και επαφή με τα συναισθήματα του.
Απαιτεί επίσης σεβασμό προς το παιδί και σε καμία περίπτωση αντιμετώπιση είτε μειωτική (σαν προς μωρό), κολακευτική, ψεύτικά φιλική, θετικά ή αρνητικά αξιολογητική.
Είναι καλό να έχει πείρα από παιδιά να έχει δοκιμάσει την συμπεριφορά του και τις αντιδράσεις του απέναντι σε παιδιά. Πρέπει να προσέξει το βαθμό του συνδέσμου και την στενότητα της σχέσης με το παιδί. Να είναι ειλικρινής και να αποφεύγει την υπερβολική φιλικότητα κι εγκαρδιότητα. Όπως και στην θεραπεία των ενηλίκων κι ακόμη περισσότερο να έχει επίγνωση του ότι πρόκειται για μια θεραπευτική και όχι προσωπική σχέση, που θα τελειώσει όταν ο θεραπευόμενος δεν την χρειάζεται πια.
Όρια
Ο χώρος και ο εξοπλισμός
(παιχνίδια για τις αισθήσεις σημαντικά, το παιχνίδι είναι και –σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία είναι κυρίως- ενεργοποίηση των ορμών ή ενστίκτων θα ήταν μεγάλη παράλειψη να το αγνοήσουμε αυτό)
Οι γονείς, δάσκαλοι κλπ
Virginia Axline: Οι οκτώ βασικές αρχές της μη κατευθυντικής (προσωποκεντρικής) Play-Therapy
1. Ο θεραπευτής πρέπει να δημιουργήσει μια ζεστή, φιλική σχέση με το παιδί η οποία θα οδηγήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα σε μια καλή επαφή μεταξύ τους.
2. Ο θεραπευτής αποδέχεται το παιδί ακριβώς όπως είναι.
3. Ο θεραπευτής χτίζει τη σχέση του με το παιδί σε μια ατμόσφαιρα αποδοχής και ανεκτικότητας έτσι ώστε το παιδί να μπορεί να εκφράσει ελεύθερα και ανεμπόδιστα όλα του τα συναισθήματα.
4. Ο θεραπευτής είναι προσεκτικός και σε πλήρη συνείδηση ώστε να αναγνωρίζει τα συναισθήματα που θέλει να εκφράσει το παιδί και τα αντανακλά πίσω στο παιδί με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό να κατανοεί καλύτερα την συμπεριφορά του.
5. Ο θεραπευτής σέβεται την ικανότητα του παιδιού να ανταπεξέρχεται μόνο του στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει όταν του δοθεί η ευκαιρία να έχει επιλογή για την συμπεριφορά του. Η απόφαση για διαφοροποίηση και το ξεκίνημα μιας αλλαγής είναι υπόθεση του παιδιού.
6. Ο θεραπευτής δεν προσπαθεί να επηρεάσει τις πράξεις ή τα λεγόμενα του παιδιού. Το παιδί δείχνει το δρόμο και ο θεραπευτής ακολουθεί.
7. Ο θεραπευτής δεν προσπαθεί να επισπεύσει την ροή της θεραπείας. Είναι ένας δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί αργά, βήμα-βήμα και ο θεραπευτής το γνωρίζει.
8. Ο θεραπευτής βάζει όρια μόνο εκεί όπου είναι απαραίτητα για να τοποθετηθεί η θεραπεία μέσα στον κόσμο της πραγματικότητας και για να δώσει στο παιδί να καταλάβει την συνυπευθυνότητα του στην μεταξύ τους σχέση.
PLAY THERAPY
Βιβλιογραφία
Axline M. Virginia: Play Therapy, Churchill Livingstone, London 1989
Βίννικοττ, Ντόναλντ: Το παιδί, η οικογένεια και ο εξωτερικός του κόσμος, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001
Βίννικοττ, Ντόναλντ: Το παιδί, το παιχνίδι και η πραγματικότητα, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000
Dorfman, Elaine: Play Therapy, in: Rogers, Carl: Client-Centered Therapy, Houghton Mifflin Co., Boston 1951
Freud, Anna: Normality and Pathology in Childhood, Hogarth Press and the Institute of Psycho-Analysis, London 1965
Klein, Melanie: The Psycho-Analysis of Children, Rev. Ed., Hogarth Press and the Institute of Psycho-Analysis, London 1949
Nτολτό, Φρανσουάζ: Το παιδί και η γιορτή, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2000
Ντολτό, Φρανσουάζ: Το παιδί στην πόλη, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2000
Ντολτό, Φρανσουάζ: Μιλώντας για το θάνατο, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2000
Ντολτό, Φρανσουάζ: Σεμινάριο ψυχανάλυσης παιδιών, τ. Α και Β, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1989 και 1992
Rogers, Carl: On becoming a person, Houghton Mifflin,
Boston 1961