Η Ψυχοσωματική Ιατρική είναι ο επιστημονικός κλάδος που ως σκοπό έχει καταρχήν να μελετά τις σχέσεις των ψυχολογικών και των κοινωνικών φαινομένων με τις φυσιολογικές και παθολογικές σωματικές/ βιολογικές λειτουργίες και κατά δεύτερον, να προωθεί την ολιστική (βιοψυχοκοινωνική) προσέγγιση στην αντιμετώπιση των ψυχοσωματικών νόσων (Lipowski, 1984).
Στο DSM-IV τα «ψυχοσωματικά προβλήματα» κατατάσσονται με την ονομασία «Ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν Ιατρική (σωματική) κατάσταση». Βασικό χαρακτηριστικό είναι η παρουσία ενός ή περισσοτέρων ψυχολογικών παραγόντων που επηρεάζουν αρνητικά τη σωματική κατάσταση. Τύποι παραγόντων μπορεί να είναι ψυχική διαταραχή, π.χ. μείζων κατάθλιψη, ψυχολογικά συμπτώματα π.χ. συμπτώματα άγχους, στοιχεία προσωπικότητας π.χ. «τύπος Α» προσωπικότητας (έντονη πίεση, εχθρική συμπεριφορά) δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές π.χ. υπερβολική χρήση αλκοόλ, φυσιολογικές καταστάσεις σχετιζόμενες με άγχος και τέλος άλλοι απροσδιόριστοι ψυχολογικοί παράγοντες, όπως πολιτισμικοί (Μάνος, 1997).
Κατά την κλασική εποχή, όλες σχεδόν οι προσπάθειες ερμηνείας των ψυχοσωματικών νόσων βασίστηκαν στη δομική θεωρία του Freud και υπέθεταν ότι οι απωθημένες συγκρούσεις, καθώς και τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτές, συμβάλουν σημαντικά στην παθογένεση των ψυχοσωματικών διαταραχών.
Από τις πρωτοπόρους της ψυχοσωματικής ιατρικής ήταν η Flanders Dunbar, η οποία ανέπτυξε τη “θεωρία της ειδικής προσωπικότητας”, σύμφωνα με την οποία τα περισσότερα ψυχοσωματικά συμπτώματα οφείλονται στην εκφόρτιση της ενέργειας των ενστίκτων στο νευροφυτικό σύστημα του σώματος. Προσπάθησε μάλιστα να εδραιώσει μια σχέση μεταξύ ορισμένων ειδικών νοσημάτων και συγκεκριμένων τύπων προσωπικότητας και κατέληξε στην περιγραφή ορισμένων “προφίλ προσωπικότητας” για μια σειρά από νοσήματα (Taylor, 2001).
Ως σημαντικότερος εκπρόσωπος της ψυχοσωματικής της ψυχοδυναμικής προσέγγισης της περιόδου 1930-1940 θεωρείται ο Franz Alexander, o οποίος ίδρυσε το 1932 και το Chicago Institute for Psychoanalysis. Ο Alexander υποστήριξε τη “θεωρία της ειδικής σύγκρουσης”, σύμφωνα με την οποία οι αλλαγές στη φυσιολογία του σώματος συνδέονται με χρόνια απωθημένα συναισθήματα και ανεπίλυτες ασυνείδητες συγκρούσεις (κυρίως εξάρτησης), που επανενεργοποιούμενες σε συγκεκριμένες καταστάσεις της ζωής, μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση της νόσου (Alexander, French & Pollock, 1968).
Μια άλλη θεωρία αιτιολόγησης της ψυχοσωματικής νόσου είναι “η θεωρία της ειδικής απάντησης”, η οποία αναπτύχθηκε από τον Harold Wolff. Σύμφωνα με αυτή, η ψυχοσωματική νόσος αποτελεί μια αποτυχημένη προστατευτική προσαρμοστική απάντηση του σώματος απέναντι στα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής. Οι Grace & Graham διεύρυναν αυτή την άποψη και συνέδεσαν ειδικές ασυνείδητες στάσεις απέναντι σε στρεσογόνα γεγονότα (Taylor, 2001).
Οι J.J. Michaels, Felix Deutsch, Sydney Margolin και Max Schur υποστήριξαν τις “θεωρίες της φυσιολογικής (με την έννοια της φυσιολογίας) – σωματικής παλινδρόμησης και της παλινδρόμησης του εγώ”, κοινός τόπος των οποίων ήταν η άποψη ότι στους ψυχοσωματικούς ασθενείς, παράλληλα με τ’ απωθημένα συναισθήματα, υπάρχει μια φυσιολογική παλινδρόμηση στη βρεφική και πρώτη παιδική ηλικία, ενώ οι διαταραχές στη σχέση μητέρας-βρέφους ενισχύουν ορισμένα καθορισμένα φυσιολογικά σχήματα. Σύμφωνα με τον Deutsch η συνύπαρξη μιας οργανικής δυσλειτουργίας με μια ενστικτική σύγκρουση σε κάποιο επίπεδο ψυχικής ανάπτυξης, μπορεί να επανενεργοποιηθεί στη κατοπινή ζωή, δηλαδή όταν επανεμφανιστεί μια σύγκρουση, επανεμφανίζεται και η οργανική δυσλειτουργία. Για τον Deutsch οι μηχανισμοί που “καθορίζουν” την επιλογή της ψυχοσωματικής νόσου είναι η μετατροπή και η συμβολοποίηση (Taylor,2001).
Από την Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Παρισιού (Σχολή του Παρισιού) προέκυψε το θεωρητικό ρεύμα για την ψυχοσωματική που οδήγησε στην ίδρυση του Ινστιτούτου Ψυχοσωματικής του Παρισιού. Κύριοι εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού είναι οι P. Marty, M. De M’ Uzan, Ch. David και M. Fain, οι οποίοι εισήγαγαν την υπόθεση της ύπαρξης μιας “ειδικής ψυχοσωματικής προσωπικότητας”. Η ψυχοσωματική αυτή προσωπικότητα χαρακτηρίζεται από φαινομενικά καλή προσαρμογή, έλλειψη φαντασιωσικής ελευθερίας, προσδεδεμένη σκέψη στην πραγματικότητα, φτώχεια και περιορισμό της ονειροπόλησης, της ονειρικής ζωής και των συνειρμών, πτώχευση στις διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι σαν το άτομο να έχει αποκοπεί από το ασυνείδητό του (Kreisler, 1994). Επηρεασμένος από τις σχετικές μελέτες, λίγο αργότερα, ο Sifneos (1973) εισήγαγε την έννοια της αλεξιθυμίας, για να περιγράψει ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό των ψυχοσωματικών ασθενών, την παρεμπόδιση βίωσης συναισθημάτων και την δυσκολία ανεύρεσης των κατάλληλων λέξεων για την περιγραφή συναισθημάτων (Sifneos, 1973).
Η εισαγωγή της έννοιας της αλεξιθυμίας επηρέασε σημαντικά την σκέψη των σύγχρονων θεωρητικών της ψυχοσωματικής, καθώς άρχισαν να σκέφτονται ότι τα ελλείμματα της ψυχικής δομής ευθύνονται περισσότερο για την παθογένεση της νόσου, απ’ ότι οι συγκρούσεις (Taylor, 2001). Έτσι, αναπτύχθηκε μια σύγχρονη τάση ερμηνείας των ψυχοσωματικών νοσημάτων, που βασίζεται στον “δεσμό μητέρας-βρέφους” και που μελέτησαν διεξοδικά οι Winnicott, Mahler, McDugall, Sander, Lichtenberg και Hofer. Για τον Winnicott το μωρό χρειάζεται ένα κύριο πρόσωπο (την μητέρα) για να κάνει δεσμό μαζί του, ώστε να μπορέσει να συνδεθεί με το σώμα και τις λειτουργίες του. Οι ανεπάρκειες στις μητρικές λειτουργίες και κατ’ επέκταση στη σχέση μητέρας-βρέφους στα πρώτα στάδια της ψυχικής ανάπτυξης, μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ψυχικά ελλείμματα και μια προδιάθεση στην ανάπτυξη ψύχωσης ή σωματικής παθολογίας. Κατά τον Winnicott, τρεις είναι οι βασικές πλευρές για την ομαλή ψυχική εξέλιξη του παιδιού: η απαρτίωση, η προσωποποίηση και η δημιουργία σχέσεων αντικειμένου. Τρεις είναι και οι τρόποι της μητρικής λειτουργίας: η στήριξη (holding), δηλαδή η φυσική αλλά και η ψυχική υποστήριξη του παιδιού που βοηθά στην απαρτίωση του Εγώ στο χώρο και το χρόνο, ο χειρισμός (hadling), δηλαδή οι σωματικοί χειρισμοί, όπως το ντύσιμο, η καθαριότητα και τα χάδια που βοηθούν στην προσωποποίηση, τη σύζευξη και την αμοιβαιότητα της σχέσης μεταξύ σωματικής ζωντάνιας και ψυχισμού και η παρουσίαση του αντικειμένου (object presentation), που αντιστοιχεί στην ικανότητα της μητέρας να θέτει στην διάθεση του παιδιού το αντικείμενο που έχει ανάγκη τη συγκεκριμένη στιγμή (ούτε πολύ νωρίς ούτε πολύ αργά) και που βοηθά το μωρό ν’ αρχίσει σχέσεις με το αντικείμενο. Όταν η μητέρα είναι ικανοποιητικά καλή (αρκετά καλή μητέρα), το βρέφος αποκτά μια αίσθηση παντοδυναμίας που του επιτρέπει να κατοικεί η ψυχή του στο σώμα του, επιτυγχάνοντας την ενότητα ψυχής-σώματος με βάση ένα αυθεντικό Εγώ (Winnicott, 1982; Mανωλόπουλος, 1988).
Τέλος, όπως αναφέρει ο Taylor (2001), σύγχρονοι ερευνητές βρεφών, όπως ο Sander και ο Lichtenberg, “θεωρούν τη σχέση μητέρας βρέφους σαν ένα αλληλεπιδραστικό σύστημα, το οποίο οργανώνει και ρυθμίζει τη συμπεριφορά και τη φυσιολογία του βρέφους ήδη από τη γέννηση του. Αυτό το ρυθμιστικό σύστημα αρχίζει σε ένα βιολογικό-νευροφυσιολογικό- συμπεριφοριολογικό επίπεδο οργάνωσης και βαθμιαία μετατοπίζεται προς ένα περισσότερο ψυχολογικό επίπεδο, καθώς ο ψυχισμός του βρέφους αναπτύσσει την ικανότητα να σχηματίζει σύμβολα, να σκέφτεται και να κάνει χρήση της γλώσσας αποκτώντας όλο και περισσότερη επίγνωση ότι είναι διαφορετικό από τη μητέρα” (Τaylor, 2001).
Στη Θεραπευτική αντιμετώπιση των ψυχοσωματικών διαταραχών των παιδιών στην κλινική πράξη πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού, εκλυτικούς παράγοντες όπως η έναρξη του σχολείου και πιθανά δευτερογενή οφέλη της ασθένειας .
Το παιδί είναι ένας αναπτυσσόμενος οργανισμός ο οποίος βρίσκεται σε εξάρτηση από το περιβάλλον του. Γονικοί και οικογενειακοί παράγοντες κατέχουν σημαντική θέση τόσο στην κατανόηση του ψυχοσωματικού προβλήματος όσο και στην θεραπευτική αντιμετώπιση. Στους οικογενειακούς παράγοντες αναφέρονται η προσωπικότητα των γονιών, η ποιότητα της οικογενειακής λειτουργίας, η επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας, (Τσιάντης Ι. 2001).
Η αντιμετώπιση των ψυχοσωματικών προβλημάτων είναι απαραίτητο να γίνεται σε άρρηκτη συνεργασία του παιδιάτρου με τον παιδοψυχίατρο. Είναι σημαντικό να είναι εξατομικευμένη για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του συγκεκριμένου παιδιού.
Η θεραπεία πρέπει να κατευθύνεται προς τους πολλαπλούς βιολογικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, (Τσιάντης 2001, Μπεράτη Στ. 1989 , Isaef D.1996).
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια σε παιδιά με ψυχοσωματικά προβλήματα. Πολλές φορές είναι δύσκολο να πειστεί η οικογένεια για την ανάγκη της ψυχοθεραπείας, γιατί βλέπουν τα συμπτώματα αποκλειστικά ως οργανικά.
Κατά την κλασική εποχή, όλες σχεδόν οι προσπάθειες ερμηνείας των ψυχοσωματικών νόσων βασίστηκαν στη δομική θεωρία του Freud και υπέθεταν ότι οι απωθημένες συγκρούσεις, καθώς και τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτές, συμβάλουν σημαντικά στην παθογένεση των ψυχοσωματικών διαταραχών.
Από τις πρωτοπόρους της ψυχοσωματικής ιατρικής ήταν η Flanders Dunbar, η οποία ανέπτυξε τη “θεωρία της ειδικής προσωπικότητας”, σύμφωνα με την οποία τα περισσότερα ψυχοσωματικά συμπτώματα οφείλονται στην εκφόρτιση της ενέργειας των ενστίκτων στο νευροφυτικό σύστημα του σώματος. Προσπάθησε μάλιστα να εδραιώσει μια σχέση μεταξύ ορισμένων ειδικών νοσημάτων και συγκεκριμένων τύπων προσωπικότητας και κατέληξε στην περιγραφή ορισμένων “προφίλ προσωπικότητας” για μια σειρά από νοσήματα (Taylor, 2001).
Ως σημαντικότερος εκπρόσωπος της ψυχοσωματικής της ψυχοδυναμικής προσέγγισης της περιόδου 1930-1940 θεωρείται ο Franz Alexander, o οποίος ίδρυσε το 1932 και το Chicago Institute for Psychoanalysis. Ο Alexander υποστήριξε τη “θεωρία της ειδικής σύγκρουσης”, σύμφωνα με την οποία οι αλλαγές στη φυσιολογία του σώματος συνδέονται με χρόνια απωθημένα συναισθήματα και ανεπίλυτες ασυνείδητες συγκρούσεις (κυρίως εξάρτησης), που επανενεργοποιούμενες σε συγκεκριμένες καταστάσεις της ζωής, μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση της νόσου (Alexander, French & Pollock, 1968).
Μια άλλη θεωρία αιτιολόγησης της ψυχοσωματικής νόσου είναι “η θεωρία της ειδικής απάντησης”, η οποία αναπτύχθηκε από τον Harold Wolff. Σύμφωνα με αυτή, η ψυχοσωματική νόσος αποτελεί μια αποτυχημένη προστατευτική προσαρμοστική απάντηση του σώματος απέναντι στα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής. Οι Grace & Graham διεύρυναν αυτή την άποψη και συνέδεσαν ειδικές ασυνείδητες στάσεις απέναντι σε στρεσογόνα γεγονότα (Taylor, 2001).
Οι J.J. Michaels, Felix Deutsch, Sydney Margolin και Max Schur υποστήριξαν τις “θεωρίες της φυσιολογικής (με την έννοια της φυσιολογίας) – σωματικής παλινδρόμησης και της παλινδρόμησης του εγώ”, κοινός τόπος των οποίων ήταν η άποψη ότι στους ψυχοσωματικούς ασθενείς, παράλληλα με τ’ απωθημένα συναισθήματα, υπάρχει μια φυσιολογική παλινδρόμηση στη βρεφική και πρώτη παιδική ηλικία, ενώ οι διαταραχές στη σχέση μητέρας-βρέφους ενισχύουν ορισμένα καθορισμένα φυσιολογικά σχήματα. Σύμφωνα με τον Deutsch η συνύπαρξη μιας οργανικής δυσλειτουργίας με μια ενστικτική σύγκρουση σε κάποιο επίπεδο ψυχικής ανάπτυξης, μπορεί να επανενεργοποιηθεί στη κατοπινή ζωή, δηλαδή όταν επανεμφανιστεί μια σύγκρουση, επανεμφανίζεται και η οργανική δυσλειτουργία. Για τον Deutsch οι μηχανισμοί που “καθορίζουν” την επιλογή της ψυχοσωματικής νόσου είναι η μετατροπή και η συμβολοποίηση (Taylor,2001).
Από την Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Παρισιού (Σχολή του Παρισιού) προέκυψε το θεωρητικό ρεύμα για την ψυχοσωματική που οδήγησε στην ίδρυση του Ινστιτούτου Ψυχοσωματικής του Παρισιού. Κύριοι εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού είναι οι P. Marty, M. De M’ Uzan, Ch. David και M. Fain, οι οποίοι εισήγαγαν την υπόθεση της ύπαρξης μιας “ειδικής ψυχοσωματικής προσωπικότητας”. Η ψυχοσωματική αυτή προσωπικότητα χαρακτηρίζεται από φαινομενικά καλή προσαρμογή, έλλειψη φαντασιωσικής ελευθερίας, προσδεδεμένη σκέψη στην πραγματικότητα, φτώχεια και περιορισμό της ονειροπόλησης, της ονειρικής ζωής και των συνειρμών, πτώχευση στις διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι σαν το άτομο να έχει αποκοπεί από το ασυνείδητό του (Kreisler, 1994). Επηρεασμένος από τις σχετικές μελέτες, λίγο αργότερα, ο Sifneos (1973) εισήγαγε την έννοια της αλεξιθυμίας, για να περιγράψει ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό των ψυχοσωματικών ασθενών, την παρεμπόδιση βίωσης συναισθημάτων και την δυσκολία ανεύρεσης των κατάλληλων λέξεων για την περιγραφή συναισθημάτων (Sifneos, 1973).
Η εισαγωγή της έννοιας της αλεξιθυμίας επηρέασε σημαντικά την σκέψη των σύγχρονων θεωρητικών της ψυχοσωματικής, καθώς άρχισαν να σκέφτονται ότι τα ελλείμματα της ψυχικής δομής ευθύνονται περισσότερο για την παθογένεση της νόσου, απ’ ότι οι συγκρούσεις (Taylor, 2001). Έτσι, αναπτύχθηκε μια σύγχρονη τάση ερμηνείας των ψυχοσωματικών νοσημάτων, που βασίζεται στον “δεσμό μητέρας-βρέφους” και που μελέτησαν διεξοδικά οι Winnicott, Mahler, McDugall, Sander, Lichtenberg και Hofer. Για τον Winnicott το μωρό χρειάζεται ένα κύριο πρόσωπο (την μητέρα) για να κάνει δεσμό μαζί του, ώστε να μπορέσει να συνδεθεί με το σώμα και τις λειτουργίες του. Οι ανεπάρκειες στις μητρικές λειτουργίες και κατ’ επέκταση στη σχέση μητέρας-βρέφους στα πρώτα στάδια της ψυχικής ανάπτυξης, μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ψυχικά ελλείμματα και μια προδιάθεση στην ανάπτυξη ψύχωσης ή σωματικής παθολογίας. Κατά τον Winnicott, τρεις είναι οι βασικές πλευρές για την ομαλή ψυχική εξέλιξη του παιδιού: η απαρτίωση, η προσωποποίηση και η δημιουργία σχέσεων αντικειμένου. Τρεις είναι και οι τρόποι της μητρικής λειτουργίας: η στήριξη (holding), δηλαδή η φυσική αλλά και η ψυχική υποστήριξη του παιδιού που βοηθά στην απαρτίωση του Εγώ στο χώρο και το χρόνο, ο χειρισμός (hadling), δηλαδή οι σωματικοί χειρισμοί, όπως το ντύσιμο, η καθαριότητα και τα χάδια που βοηθούν στην προσωποποίηση, τη σύζευξη και την αμοιβαιότητα της σχέσης μεταξύ σωματικής ζωντάνιας και ψυχισμού και η παρουσίαση του αντικειμένου (object presentation), που αντιστοιχεί στην ικανότητα της μητέρας να θέτει στην διάθεση του παιδιού το αντικείμενο που έχει ανάγκη τη συγκεκριμένη στιγμή (ούτε πολύ νωρίς ούτε πολύ αργά) και που βοηθά το μωρό ν’ αρχίσει σχέσεις με το αντικείμενο. Όταν η μητέρα είναι ικανοποιητικά καλή (αρκετά καλή μητέρα), το βρέφος αποκτά μια αίσθηση παντοδυναμίας που του επιτρέπει να κατοικεί η ψυχή του στο σώμα του, επιτυγχάνοντας την ενότητα ψυχής-σώματος με βάση ένα αυθεντικό Εγώ (Winnicott, 1982; Mανωλόπουλος, 1988).
Τέλος, όπως αναφέρει ο Taylor (2001), σύγχρονοι ερευνητές βρεφών, όπως ο Sander και ο Lichtenberg, “θεωρούν τη σχέση μητέρας βρέφους σαν ένα αλληλεπιδραστικό σύστημα, το οποίο οργανώνει και ρυθμίζει τη συμπεριφορά και τη φυσιολογία του βρέφους ήδη από τη γέννηση του. Αυτό το ρυθμιστικό σύστημα αρχίζει σε ένα βιολογικό-νευροφυσιολογικό- συμπεριφοριολογικό επίπεδο οργάνωσης και βαθμιαία μετατοπίζεται προς ένα περισσότερο ψυχολογικό επίπεδο, καθώς ο ψυχισμός του βρέφους αναπτύσσει την ικανότητα να σχηματίζει σύμβολα, να σκέφτεται και να κάνει χρήση της γλώσσας αποκτώντας όλο και περισσότερη επίγνωση ότι είναι διαφορετικό από τη μητέρα” (Τaylor, 2001).
Στη Θεραπευτική αντιμετώπιση των ψυχοσωματικών διαταραχών των παιδιών στην κλινική πράξη πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού, εκλυτικούς παράγοντες όπως η έναρξη του σχολείου και πιθανά δευτερογενή οφέλη της ασθένειας .
Το παιδί είναι ένας αναπτυσσόμενος οργανισμός ο οποίος βρίσκεται σε εξάρτηση από το περιβάλλον του. Γονικοί και οικογενειακοί παράγοντες κατέχουν σημαντική θέση τόσο στην κατανόηση του ψυχοσωματικού προβλήματος όσο και στην θεραπευτική αντιμετώπιση. Στους οικογενειακούς παράγοντες αναφέρονται η προσωπικότητα των γονιών, η ποιότητα της οικογενειακής λειτουργίας, η επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας, (Τσιάντης Ι. 2001).
Η αντιμετώπιση των ψυχοσωματικών προβλημάτων είναι απαραίτητο να γίνεται σε άρρηκτη συνεργασία του παιδιάτρου με τον παιδοψυχίατρο. Είναι σημαντικό να είναι εξατομικευμένη για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του συγκεκριμένου παιδιού.
Η θεραπεία πρέπει να κατευθύνεται προς τους πολλαπλούς βιολογικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, (Τσιάντης 2001, Μπεράτη Στ. 1989 , Isaef D.1996).
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια σε παιδιά με ψυχοσωματικά προβλήματα. Πολλές φορές είναι δύσκολο να πειστεί η οικογένεια για την ανάγκη της ψυχοθεραπείας, γιατί βλέπουν τα συμπτώματα αποκλειστικά ως οργανικά.